αινιγματολύτης

αινιγματολύτης
ο (θηλ. -λύτρια)
αυτός που καταγίνεται συστηματικά με τη λύση αινιγμάτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αίνιγμα — Σύντομη σύνθεση, συνήθως έμμετρη, η οποία με εκφράσεις σκόπιμα ασαφείς προβάλλει ως ερώτημα πράγματα ή ενέργειες, για να βρει ο ερωτώμενος αυτό το οποίο κρύβεται. Γνωστό σε όλους τους λαούς από την πολύ παλαιά εποχή, αναφέρεται σε πράγματα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”